σχοινικός

σχοινικός
σχοιν-ῐκός, ή, όν,
A of the σχοῖνος (q.v.),

ἄνθος Gp.20.15

; σχοινικά, τά, goods made of it, BGU1121.21 (i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχοινικός — ή, όν, ΜΑ [σχοῑνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχοίνο («σχοινικὸν ἄνθος», Γεωπ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σχοινικά διάφορα είδη που κατασκευάζονταν από σχοίνο …   Dictionary of Greek

  • σχοινικοῦ — σχοινικός of the masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”